- περιστομίς
- περιστομίςgaugefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιστομίς — ίδος, ἡ, Α 1. είδος ξύλινου οργάνου με το οποίο δοκίμαζαν το πάχος τών τόννων 2. σιδερένιος σφιγκτήρας γύρω από ένα στόμιο για συγκράτησή του, μέγγενη 3. φρ. «περιστομὶς φρέατος» στηθαίο πηγαδιού, φρόχειλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στόμα + κατάλ.… … Dictionary of Greek
περιστομίδα — περιστομίς gauge fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστομίδας — περιστομίς gauge fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστομίδι — περιστομίς gauge fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστομίδων — περιστομίς gauge fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιστομίσι — περιστομίς gauge fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)